- παραδιήγημα
- τὸ, Α [παραδιηγούμαι]παρεμβαλλόμενη διήγηση, διήγηση που παρεμβάλλεται ως κάτι διάφορο ή ξένο προς την κυρίως διήγηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραδιηγήματος — παραδιήγημα incidental narrative neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδιήγησις — ἡ, Α [παραδιηγούμαι] το παραδιήγημα* … Dictionary of Greek